Καρούν

Καρούν
(Karun). Ποταμός (725 χλμ.) του Ιράν. Πηγάζει από τις πλαγιές του όρους Ζάγρου. Το πάνω και το μέσο τμήμα του κυλάει μέσα από φαράγγια και διασχίζει ορεινά λεκανοπέδια, ενώ το κάτω τμήμα του διαρρέει την πεδιάδα της Μεσοποταμίας. Την άνοιξη και το καλοκαίρι, όταν λιώνουν τα χιόνια, η στάθμη των νερών του Κ. ανεβαίνει, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται απότομες υπερχειλίσεις. Το πάνω τμήμα του ποταμού αρδεύει την όαση του Ισπαχάν, ενώ το κάτω τμήμα του αρδεύει την πεδιάδα της Μεσοποταμίας. Επίσης, ο Κ. είναι πλωτός μέχρι την πόλη Αχβάζ, όπου υπάρχουν καταρράκτες. Ο ποταμός Καρούν, στο Κοραμσχάρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καροῦν — καρόω plunge into deep sleep pres part act masc voc sg καρόω plunge into deep sleep pres part act neut nom/voc/acc sg καρόω plunge into deep sleep pres inf act (epic doric) καρώ caraway fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • carótida — (Del gr. karotis < karoo, adormecer.) ► adjetivo/ sustantivo femenino ANATOMÍA Se aplica a la arteria que lleva la sangre a la cabeza por uno y otro lado del cuello. * * * carótida (del gr. «karōtídes», de «karóō», adormecer) adj. y n. f. Anat …   Enciclopedia Universal

  • carótida — (Del gr. καρωτίδες, de καροῦν, adormecer, amodorrar). adj. Anat. Se dice de cada una de las dos arterias, propias de los vertebrados, que por uno y otro lado del cuello llevan la sangre a la cabeza. U. m. c. s. f.) …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”