καροῦν — καρόω plunge into deep sleep pres part act masc voc sg καρόω plunge into deep sleep pres part act neut nom/voc/acc sg καρόω plunge into deep sleep pres inf act (epic doric) καρώ caraway fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
carótida — (Del gr. karotis < karoo, adormecer.) ► adjetivo/ sustantivo femenino ANATOMÍA Se aplica a la arteria que lleva la sangre a la cabeza por uno y otro lado del cuello. * * * carótida (del gr. «karōtídes», de «karóō», adormecer) adj. y n. f. Anat … Enciclopedia Universal
carótida — (Del gr. καρωτίδες, de καροῦν, adormecer, amodorrar). adj. Anat. Se dice de cada una de las dos arterias, propias de los vertebrados, que por uno y otro lado del cuello llevan la sangre a la cabeza. U. m. c. s. f.) … Diccionario de la lengua española